ΙΩΑΝΝΗΣ ΖΑΜΠΕΛΙΟΣ
Λευκάδα 1787 - Κέρκυρα 1857

Ο Ιωάννης Ζαμπέλιος γεννήθηκε στη Λευκάδα, τον Απρίλιο του 1787. Η οικογένειά του είχε ευγενική καταγωγή και ήταν μια από τις παλαιότερες του νησιού. Ο Ιωάννης είχε κλήση προς τα γράμματα αλλά είχε και την καλή τύχη ο πατέρας του Ζαχαρίας Ζαμπέλιος να αναγνωρίσει την φιλομάθεια του γιού του και να τον στηρίξει σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, με κάθε μέσο.

Διδάχθηκε τα πρώτα γράμματα στη Λευκάδα από τον ιερομόναχο Σπυρίδωνα Μαυρομμάτη. Η αγάπη του Ιωάννη για τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς έστρεψε το ενδιαφέρον του στη φιλολογία. Παράλληλα, ξεκίνησε να μαθαίνει ιταλικά, καθώς ο πατέρας του αποφάσισε να τον στείλει για σπουδές στην Ιταλία, μια συνηθισμένη επιλογή των εύπορων οικογενειών των Επτανήσων.

Τον Οκτώβριο του 1804, ο Ιωάννης Ζαμπέλιος ταξίδεψε με προορισμό την Πάδοβα για να τελειοποιήσει τα ιταλικά του. Εκεί πρόλαβε να γνωρίσει τον ποιητή Melchiorre Cesarotti και να έρθει σε επαφή με τους επτανήσιους Ν. Δελβινιώτη και Β. Χαλικιόπουλο. Τελικά θα εγγραφεί στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Μπολόνια. Η αγάπη του για την φιλολογία και την ποίηση παραμένει άσβεστη. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ιταλία γνωρίστηκε με τον περίφημο νεοκλασικιστή ποιητή Vincenzo Monti και συνδέθηκε φιλικά με τον Ιωάννη Κωλέττη, τον Θεόφιλο Καΐρη και τον σπουδαίο Ζακύνθιο, Ugo Foscolo.  Το 1809, χάρη στην διαμεσολάβηση του εμπόρου Μ. Ζωσιμά, ταξίδεψε στο Παρίσι για να γνωρίσει τον Αδαμάντιο Κοραή. Η σχέση του Ζαμπέλιου με τον Κοραή εδραιώθηκε με τις επισκέψεις τους σε Βιβλιοθήκες, στην Ακαδημία του Παρισιού και το Ναπολεόντειο Μουσείο, όπου ο νεαρός Λευκάδιος μαγεύτηκε από τα έργα αρχαίων Ελλήνων.

Ο θάνατος του πατέρα του είχε ως αποτέλεσμα να επισπεύσει την επιστροφή του στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Παρά τις θέσεις που του προσφέρθηκαν στην Ιταλία και τη Γαλλία, ο Ιωάννης Ζαμπέλιος ήταν αποφασισμένος να επιστρέψει στη Λευκάδα, με σκοπό να στηρίξει την πατρίδα του και να εργαστεί για την ευημερία και την πρόοδό της. Τα λόγια του Ρήγα, οι φιλελεύθερες ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης σε συνδυασμό με τον θαυμασμό του για την ελληνική αρχαιότητα, άλλαζαν μέσα του σταδιακά την έννοια της πατρίδας: με τα χρόνια, η λέξη αυτή δεν εκπροσωπούσε γι αυτόν μόνο τη Λευκάδα ή τα Ιόνια νησιά, αλλά και όλα τα μέρη στα οποία βρισκόταν ο Ελληνισμός.

Ο Ι. Ζαμπέλιος άσκησε τη δικηγορία ως το 1813 οπότε ανέλαβε χρέη Εισαγγελέα. Σύντομα εμπλέκεται ενεργά με την υπόθεση της διεκδίκησης της εθνικής ανεξαρτησίας, προσφέροντας καταφύγιο σε καταδιωκόμενους από την Ήπειρο και οργανώνοντας εράνους για την προετοιμασία του Αγώνα. Το 1817 μυείται στη Φιλική Εταιρεία και εργάζεται για την εξάπλωση του δικτύου της σε όλη τη Λευκάδα. Η Επιτροπή της Λευκάδας βρισκόταν σε επικοινωνία με τις Επιτροπές της Κέρκυρας, της Πελοποννήσου, της Κωνσταντινούπολης και του Ιασίου.

Οι Βρετανικές αρχές, που από το 1814 κυβερνούσαν τα Επτάνησα,  κατάλαβαν ότι ο Ι. Ζαμπέλιος ενίσχυε με τρόφιμα τους Σουλιώτες αγωνιστές και με πολεμοφόδια τους εθελοντές που θα συνόδευαν τον Κεφαλονίτη Μ. Πανά στην Πρέβεζα, τον συνέλαβαν μέσα στο εισαγγελικό του γραφείο και τον οδήγησαν στη φυλακή. Όταν του ζητήθηκε να καταδώσει συνεργάτες του ή να ομολογήσει ότι ο  Ι. Καποδίστριας είχε γνώση των γεγονότων, απάντησε: «… η Ιόνιος Κυβέρνησις μοι επέβαλε και έδωσα όρκον να κατηγορώ ως Εισαγγελεύς τους παραβάτας του νόμου, ουχί δε να κατασκοπεύω τας πράξεις των πολιτών και να γίνομαι καταδότης.».

Ο Ιωάννης Ζαμπέλιος ανέλαβε χρέη ανώτερου δικαστή στην Κεφαλονιά το 1826, ενώ από το 1834 υπηρέτησε ως μέλος του Ανώτατου Συμβουλίου της Δικαιοσύνης στην Κέρκυρα, όπου παρέμεινε έως το 1851. Διακρίθηκε για την ευθύτητα, την ειλικρίνεια και την αμεροληψία του χαρακτήρα του. Από το 1851 ως το 1856 ασχολήθηκε συστηματικά με την ποίηση και ολοκλήρωσε το μεγαλύτερο μέρος του εκδομένου έργου του. Μέσα από τα έργα του, επηρεασμένος αισθητικά από τον ιταλικό νεοκλασικισμό και τις διδαχές του Αδ. Κοραή, εξύμνησε το ιδεώδες της ελευθερίας, την ανδρεία και τον ηρωισμό των Ελλήνων αγωνιστών.

Πέθανε σε ηλικία 70 ετών μετά από ισχυρό εγκεφαλικό επεισόδιο. Ετάφη στον Ι.Ν. Αγ. Ιωάννη στον Ανεμόμυλο Γαρίτσας στην Κέρκυρα, παρουσία του Ανδρέα Μουστοξύδη και του Διονύσιου Σολωμού. Για την δράση του την περίοδο του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα του απένειμαν τον Χρυσό Σταυρό του Σωτήρος.

Ioannis_Zampelios_(Imerologion_Skokou_1890)

“Δόξα τω  Θεώ, το έθνος μας ανέστη, ελευθερώνεται, δεν είναι ψέμα…”

Φιλικοί στη Λευκάδα

Στα τέλη του 1820, ο Ιωάννης Ζαμπέλιος λαμβάνει ένα γράμμα από τον Χριστόφορο Περραιβό, ο οποίος του μηνύει πως το ξέσπασμα της Επανάστασης είναι θέμα ημερών και του ζητά να οργανώσει μια συνάντηση Φιλικών και οπλαρχηγών στη Λευκάδα και να φροντίσει για τη συλλογή όπλων, χρημάτων και εφοδίων για τους αγωνιστές.

Τον Ιανουάριο του 1821 συγκεντρώθηκαν στη Λευκάδα σημαντικοί οπλαρχηγοί της Στερεάς Ελλάδας και της Ηπείρου, όπως ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, ο Γεώργιος Βαρνακιώτης, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, Δημ. Πανουργίας, ο Η. Μαυρομιχάλης, ο Γ. Τσόγκας, ο Δ. Μακρής κ.α. Την Κυριακή της Αποκριάς, στο σπίτι του Ζαμπέλιου, παρέα με άλλους Φιλικούς, καταστρώνουν το επαναστατικό σχέδιο δράσης: Ο Ανδρούτσος με τον Πανουργιά θα κινητοποιήσουν την Ανατολική Στερεά, ο Βαρνακιώτης, ο Τσόγκας και ο Καραϊσκάκης την Δυτική Στερεά και οι Λευκάδιοι θα αναλάβουν να συγκεντρώσουν πολεμοφόδια και θα τα στείλουν στους αγωνιστές μαζί με σώμα εθελοντών Επτανήσιων πολεμιστών.

Πράγματι, μετά το ξέσπασμα της Επανάστασης, τον Μάρτιο του 1821, πολλοί Επτανήσιοι προσέτρεξαν να στηρίξουν τον Αγώνα της πατρίδας. Ο Ιωάννης Ζαμπέλιος θυμάται :

«Ω! Πόσους αι γυναίκες με το βρέφος εις την δεξιάν και έναν σταυρόν εις την άλλην συνόδευσαν εις την παραλίαν και εκεί φιλούμενοι αμοιβαίως εξεφώνουν: “Πήγαινε, άνδρα μου, εις το καλό! Ο Θεός μαζί σου!”. Έφευγεν ο σύζυγος και έπιπτεν εις την θάλασσαν ο ανήρ και φέρων τα ενδύματα εις τους ώμους και το πυροβόλον του, ως οδηγόν, εις τα κοιλώματα της λιμνοθαλάσσης, έφθανον εις τη Λαμίαν. Μου εφαίνοντο βαπτιζόμενοι εις την μεγάλην του Θεού κολυμβήθραν πριν να βαπτισθώσιν εις των Τούρκων το αίμα.»

Στις 25 Μαΐου 1821 πραγματοποιήθηκε η εξέγερση στη Στερεά Ελλάδα. Οι σημαντικές νίκες των Ελλήνων δίνουν ελπίδα στον Ι. Ζαμπέλιο, ο οποίος γράφει στα Απομνημονεύματά του: «Περιφερόμην εις τας οδούς της πόλεως ως παράφορος, συνεχαιρόμην τον ένα, ησπαζόμην τον άλλον, ενθουσιάζων τους Εταίρους, Δόξα τω  Θεώ, το έθνος μας ανέστη, ελευθερώνεται, δεν είναι ψέμα.»