ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ
Κέρκυρα 1776 - Ναύπλιο 1831

Ο Ιωάννης Καποδίστριας γεννήθηκε το 1776 στη βενετοκρατούμενη Κέρκυρα. Ήταν το έκτο παιδί του κόμη Αντωνίου-Μαρία Καποδίστρια και της Αδαμαντίνης Γονέμη. Μεγάλωσε, μαζί με τα οκτώ του αδέλφια, σε μια αυστηρά πατριαρχική και θρησκευόμενη οικογένεια, η οποία ήταν από τις παλαιότερες «ευγενείς» οικογένειες του νησιού που, κατά την παράδοση, έφτασε στην Κέρκυρα στα τέλη του 14ου αιώνα, από την πόλη Κάπο ντ’ Ίστρια, στη σημερινή Σλοβενία. Οι Καποδίστρια απέκτησαν σημαντική παρουσία στα πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα του νησιού. Ο πατέρας του Ιωάννη, Αντώνιος-Μαρία Καποδίστριας (1741-1821), έγκριτος νομικός, πήρε ενεργό μέρος στην πολιτική ζωή του τόπου.

Ο Ιωάννης, μετά τις βασικές εγκύκλιες σπουδές που έλαβε στην Κέρκυρα, ταξίδεψε στην Ιταλία, όπως έκαναν και άλλοι νεαροί ευγενείς της εποχής και σπούδασε Ιατρική στην Πάδοβα (1794-1797), ενώ παρακολούθησε μαθήματα Νομικής και Φιλοσοφίας. Μετά το τέλος των σπουδών του, επέστρεψε στην Κέρκυρα όπου άσκησε αφιλοκερδώς το ιατρικό λειτούργημα. Η επιστροφή του συνέπεσε με την έλευση των Δημοκρατικών Γάλλων στο νησί, οι οποίοι επιδίωξαν ριζικές αλλαγές. Η πολιορκία της Κέρκυρας το 1799 από ισχυρές ρωσοτουρκικές δυνάμεις, είχε ως αποτέλεσμα την αποχώρηση των Γάλλων Δημοκρατικών. Το 1800 ιδρύθηκε η Επτάνησος Πολιτεία, το πρώτο νεοελληνικό κρατικό μόρφωμα, υπό τον έλεγχο κυρίως των Ρώσων. Τότε ξεκινά η εμπλοκή του Ιωάννη Καποδίστρια με την ενεργό πολιτική. Ως Γραμματέας της Επικρατείας επί των Εξωτερικών, των Ναυτικών και του Εμπορίου της Επτανήσου Πολιτείας, και ως «Επιστάτης της Παιδείας» εργάστηκε συστηματικά για την εφαρμογή του Συντάγματος, για την επιμόρφωση των διοικητικών υπαλλήλων, για την ίδρυση νέων σχολείων, αλλά και για την άμυνα, καθώς, το 1807 συντόνισε με επιτυχία την αντιμετώπιση της επίθεσης του Αλή Πασά στη Λευκάδα, όπου γνώρισε τους Έλληνες πολέμαρχους. Όμως, το ίδιο έτος η Επτάνησος Πολιτεία καταργείται και τα Επτάνησα παραχωρούνται στους Αυτοκρατορικούς Γάλλους με τη Συνθήκη του Τιλσίτ.

Το 1808 ο Ιωάννης Καποδίστριας αποδέχτηκε πρόσκληση του Υπουργού Εξωτερικών της Ρωσίας να εργαστεί στο ρωσικό διπλωματικό σώμα. Πολύ σύντομα διακρίθηκε και ανέβηκε τα σκαλοπάτια της ιεραρχίας στο Ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών. Το 1813 ανέλαβε κατόπιν εντολής του Τσάρου Αλέξανδρου, να συμβάλλει στη διαμόρφωση της Ελβετικής Συνομοσπονδίας και να συντάξει το νέο ελβετικό σύνταγμα. Οι Ελβετοί αναγνώρισαν τη μεγάλη προσφορά του τον ανακήρυξαν επίτιμο πολίτη. Το 1814, συμμετείχε στο Συνέδριο της Βιέννης, που είχε στόχο να εγκαθιδρύσει μία νέα τάξη πραγμάτων στην Ευρώπη μετά την ήττα του Ναπολέοντα. Ο Καποδίστριας έγινε ισότιμος συνομιλητής με μεγάλες προσωπικότητες της διπλωματίας όπως ο Μέτερνιχ, ο Ταϋλεράνδος και ο Κάσλρι. Το 1815 ανέλαβε εκ μέρους της Ρωσίας τις τελικές διαπραγματεύσεις ειρήνης με τη Γαλλία και θα συνυπογράψει τη Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων, έχοντας ήδη συμβάλλει καθοριστικά στη δημιουργία του Ανεξάρτητου Κράτους των Επτά Ιονικών Νήσων, υπό την προστασία της Μ. Βρετανίας. Η εμπειρία του από τις διπλωματικές διαπραγματεύσεις επηρέασε τις ιδέες του σχετικά με τα δικαιώματα των λαών για αυτοδιάθεση. Από το 1815, ως Υπουργός Εξωτερικών  του Τσάρου ασκούσε σημαντική επιρροή στην ευρωπαϊκή σκηνή. Όταν, μάλιστα, ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση, παρότι τη θεωρούσε άκαιρη, συνέβαλε καθοριστικά στη διάσωσή της, αφού κατόρθωσε να μην επέμβουν οι Μεγάλες Δυνάμεις υπέρ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.  Ωστόσο, το 1822 οδηγήθηκε στην παραίτησή του από το ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών, όταν φάνηκε πως ο Τσάρος δεν ήταν διατεθειμένος να στηρίξει τους Επαναστατημένους Έλληνες απέναντι στις υπόλοιπες Ευρωπαϊκές Δυνάμεις.  Από το 1822 έως το 1827 διέμεινε στη Γενεύη αξιοποιώντας τις γνωριμίες του και τις ικανότητές του υπέρ της ελληνικής υπόθεσης και διαμορφώνοντας ένα ισχυρό φιλελληνικό δίκτυο.

Η Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας (1827) εξέλεξε τον Ιωάννη Καποδίστρια, Κυβερνήτη της Ελλάδας, με επταετή θητεία. Από τη θέση αυτή προσπάθησε να θέσει τις βάσεις για το νέο ελληνικό κράτος, με βάση τις αρχές του αλλά και την εμπειρία του. Παρόλη τη βίαιη ανακοπή των προσπαθειών του, έμεινε ένα αξιοθαύμαστο έργο, και πολλοί εθνικοί θεσμοί έλκουν την καταγωγή τους από αυτή τη γόνιμη περίοδο.

IK-GRAVURE-fromMK_268

Πρέπει βεβαίως να έχουμε μία πατρίδα, μία χώρα, ένα σημείο ερείσματος… Όση εκτίμηση κι αν απολαμβάνουμε στον κόσμο, δεν είναι δυνατόν να είναι αποτέλεσμα μόνο των δικών μας πράξεων…”

Δείτε ακόμη:
Το όραμα μιας πατρίδας: Ιωάννης Καποδίστριας και Ρωξάνδρα Στούρτζα 

Οικοδομώντας ένα νέο κράτος

Ο Καποδίστριας, αφού επισκέφθηκε τις ευρωπαϊκές αυλές ζητώντας υποστήριξη, έφτασε στη ρημαγμένη Ελλάδα στις αρχές του 1828 αποφασισμένος να οργανώσει ένα κράτος από μηδενική βάση. Κατάφερε, στην αρχή, να εξασφαλίσει τη συνεργασία εκπροσώπων από όλες τις ηγετικές ομάδες. Έτσι πέτυχε να επικρατήσει εσωτερική ειρήνη, να οργανωθεί στοιχειωδώς η διοίκηση, να λειτουργήσει με κάποια επάρκεια ο κυβερνητικός μηχανισμός, να ληφθεί μέριμνα για τα ορφανά και γενικά για όσους ήταν τελείως απροστάτευτοι. Η χώρα απέκτησε ασφάλεια και τέθηκαν οι βάσεις μιας ομαλής πορείας. Για τον Κυβερνήτη προτεραιότητα είχε η εκδίωξη των Τούρκων και των Αιγυπτίων από την Πελοπόννησο και τη Στερεά και η εξασφάλιση όσο το δυνατόν ευρύτερων συνόρων για το νέο κράτος. Κατά τον Καποδίστρια, η Ελλάδα του 1828 δεν ήταν ώριμη για συνταγματικό πολίτευμα. Προείχε η απελευθέρωση της χώρας, η διεθνής αναγνώρισή της και ο καθορισμός ασφαλών συνόρων και η διανομή γαιών στους ακτήμονες. Στις προτεραιότητες της καποδιστριακής πολιτικής ήταν η επέκταση της στοιχειώδους μόρφωσης μέσω των αλληλοδιδακτικών σχολείων και η δημιουργία Κεντρικού Σχολείου για τη μόρφωση των μελλοντικών δασκάλων.

Στην προσπάθειά του να δημιουργήσει ένα ευρωπαϊκό κράτος, ο Καποδίστριας απέκτησε με τον καιρό αρκετούς πολιτικούς αντιπάλους. Σε αυτό συνέβαλαν πολλοί παράγοντες: η νέα πραγματικότητα έφερε στο προσκήνιο νέες πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις με αντικρουόμενα συμφέροντα. Πολλές από τις ελπίδες των επαναστατημένων Ελλήνων, διαψεύστηκαν από τη σκληρή πραγματικότητα μιας μικρής, φτωχής χώρας που αναγκάστηκε να κάνει τα πρώτα της βήματα δεμένη στη βοήθεια των Ευρωπαϊκών δυνάμεων. Ο ίδιος ο Καποδίστριας, υιοθέτησε ένα συγκεντρωτικό σύστημα διακυβέρνησης που ενόχλησε όσους πίστευαν στη δύναμη των δημοκρατικών διαδικασιών. Επιπλέον κυρίως η βρετανική αλλά και η γαλλική κυβέρνηση θεωρούσαν ότι ο Καποδίστριας εξυπηρετούσε τη Ρωσία και πάντως δεν ικανοποιούσε τις απαιτήσεις τους. Και παρότι ο Κυβερνήτης πέτυχε,  με τη συνθήκη του 1831, την ανεξαρτησία της Ελλάδας και μάλιστα με διευρυμένα σύνορα, η ακραία αντίδραση απέναντι στον Κυβερνήτη, πήρε μορφή στα πρόσωπα της οικογένειας Μαυρομιχάλη. Το πρωί της Κυριακής της 27ης Σεπτεμβρίου 1831 στο Ναύπλιο, δολοφονήθηκε στο ναό του Αγίου Σπυρίδωνα, από τον γιο και τον αδερφό του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη.

Ένα κεφάλαιο έκλεισε για το νέο ελληνικό κράτος. Η σορός του Κυβερνήτη θα μεταφερθεί τον Απρίλιο του 1832 στην Κέρκυρα από τον αδελφό του Αυγουστίνο, για να ταφεί στην Ι.Μ. Πλατυτέρας, δίπλα στον τάφο του πατέρα του, Αντωνίου Μαρία Καποδίστρια.