ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΠΙΤΖΑΜΑΝΟΣ
Κεφαλονιά 1787 – Κέρκυρα 1825

Ο Γεράσιμος Πιτζαμάνος γεννήθηκε την άνοιξη του 1787 στο Αργοστόλι της Κεφαλονιάς. Ο πατέρας του Βικέντιος Πιτζαμάνος, ιερωμένος και αγιογράφος ο ίδιος, κατάφερε να μεταδώσει στον Γεράσιμο και τα μικρότερα αδέλφια του, Παναγή και Νικόλαο, την αγάπη για τη ζωγραφική. Ο Γεράσιμος μαθήτευσε από μικρός κοντά στον πατέρα του, γεγονός που ενίσχυσε και την θρησκευτική του πίστη.

Η έλευση των Δημοκρατικών Γάλλων στα Επτάνησα (1797), επιδρά στη μόρφωση και στον ψυχισμό του νεαρού Πιτζαμάνου. Σε ηλικία 17 ετών (1804), αποφασίζει να καταταγεί στο σώμα μηχανικού του στρατού, στη Ζάκυνθο. Παράλληλα, μαθητεύει πλάι στον ιερωμένο Νικόλαο Καντούνη (1767-1834), σπουδαίο αγιογράφο και προσωπογράφο της Επτανησιακής Σχολής. Με τον βαθμό του λοχαγού, απασχολείται ως σχεδιαστής σε οχυρωματικά έργα και στη χαρτογραφία. Το 1807, μετατίθεται στην Κέρκυρα και εργάζεται στο τοπογραφικό γραφείο που είχε ιδρύσει ο Γάλλος διοικητής César Berthier ώσπου τον Μάρτιο του 1809, με «εντολή της Αυτοκρατορικής Μεγαλειότητας του Ναπολέοντα και έξοδα της Ιονίου Κυβερνήσεως» αναχωρεί για τη Γαλλική Ακαδημία Καλών Τεχνών της Ρώμης. Εκεί θα γνωρίσει σπουδαίους καλλιτέχνες όπως ο περίφημος νεοκλασσιστής γλύπτης Antonio Canova.

Η αναγνώριση του ταλέντου του τον ωθεί στη Γαλλία. Εκεί θα γνωρίσει σπουδαίες προσωπικότητες του νεοελληνικού διαφωτισμού, όπως ο Α. Κοραής, ο οποίος θα τον προτείνει στον Νεόφυτο Βάμβα ως καθηγητή για την Ανωτέρα Σχολή της Χίου. Ο Πιτζαμάνος, όμως θα επιστέψει στη Ρώμη, για να συνεχίσει τις σπουδές του, έχοντας εξασφαλίσει υποτροφία από τον Λουδοβίκο ΙΗ΄. Αυτή τη φορά παράλληλα με την αρχιτεκτονική και την ζωγραφική θα ασχοληθεί και με τη χαρακτική.

Μετά από μια σύντομη επίσκεψη στην Κωνσταντινούπολη, συνοδεύοντας τον Άγγλο Αρμοστή των Ιονίων, επιστρέφει στην πρωτεύουσα της οθωμανικής αυτοκρατορίας το 1820, σχεδιάζοντας τη μετάβασή του στη Ρωσία. Εκτός από την συμπαράσταση του Ρώσου πρέσβη στην Κων/πολη Κόμη Gr. Stroganov, ο Πιτζαμάνος κατάφερε με παρέμβαση του Ιωάννη Καποδίστρια (με τον οποίο διατηρούσε τακτική αλληλογραφία), να στείλει σχέδιά του στον Τσάρο Αλέξανδρο Α΄, δείγματα της αρχιτεκτονικής του εργασίας. Στο μεταξύ, κατά την παραμονή του στην Κωνσταντινούπολη, μυήθηκε και στη Φιλική Εταιρεία. Μετά το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης, καταφέρνει να φτάσει στην Οδησσό την άνοιξη του 1821.

Στη Ρωσία ξεκινά μια ιδανική περίοδος για τα επαγγελματικά του, εργάζεται διαρκώς, ταξιδεύει, απολαμβάνει τον θαυμασμό και την εκτίμηση επιφανών ανθρώπων. Το 1822 διορίστηκε «Αρχιτέκτονας της Αυτοκρατορικής Αυλής του Τσάρου Αλέξανδρου Α’» στην Αγ. Πετρούπολη. Ωστόσο, το 1825 η κατάσταση της υγείας του τον αναγκάζει να φύγει εσπευσμένα για τη Ρώμη και από εκεί στα Επτάνησα. Πέθανε στην Κέρκυρα, τον Δεκέμβριο του 1825.

Pitzamanos

“Εγώ, στις παρούσες συνθήκες των αλλαγών είχα μια συμφορά, να χάσω την υποτροφία και επιπλέον να μην έχω επαφή με την πατρίδα…”

Μια αξιομνημόνευτη παράσταση

Στα απομνημονεύματα του ιερωμένου Robert Walsh (1772-1852), διπλωματικού ακόλουθου στη Βρετανική Πρεσβεία της Κωνσταντινούπολης, σώζεται η περιγραφή μιας ιδιαίτερης θεατρικής παράστασης, που ανέβηκε στην άνοιξη του 1821. Η μαρτυρία διασώζει μια σπάνια στιγμή από τον πολιτισμό, τις προσδοκίες αλλά και τους κινδύνους που αντιμετώπιζε ο χριστιανικός πληθυσμό της Πόλης, την παραμονή της Επανάστασης.

Ανάμεσα σ’ εκείνους που είχαν βρει καταφύγιο στους κήπους της πρεσβείας ήταν και ένας ατυχής Έλληνας καλλιτέχνης, με το όνομα Πιτζαμάνος, από την Κέρκυρα. Ζούσε [εκείνο τον καιρό] στην Κωνσταντινούπολη, εξασκώντας την τέχνη του, και καθώς είχε μια κάποια κλασική παιδεία, την χρησιμοποιούσε με πολλαπλούς τρόπους και στη δουλειά του. Μεταξύ άλλων, είχε προτείνει στους γείτονές του τη θεατρική αναπαράσταση ενός αρχαίου δράματος, υποσχόμενος να φροντίσει ο ίδιος για τα σκηνικά και τα κοστούμια. Η ιδέα του υιοθετήθηκε, όμως αντί για έργο του Ευριπίδη ή του Σοφοκλή, διάλεξαν ένα σύγχρονο, γραμμένο από κάποιον Έλληνα της Βιέννης, το οποίο αναπαριστούσε γεγονότα που συνέβησαν κατά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους, και τις σφαγές όσων Ελλήνων είχαν βρει τότε καταφύγιο στην Αγία Σοφία. Όμως το κάθε τι εκείνη τη χρονική στιγμή φαινόταν ύποπτο στα μάτια των Τούρκων. Στο θέατρο εισέβαλε η φρουρά. Το κοινό πρόλαβε να φύγει, αλλά ο ιδιοκτήτης του σπιτιού που είχε παραχωρηθεί για την παράσταση, συνελήφθη εκείνη την ώρα. Ήταν φαρμακοποιός στο Πέρα. Άδικα προσπάθησε να δικαιολογηθεί πως εκείνος σε άλλους το παραχώρησε, χωρίς να έχει γνώση της χρήσης για την οποία το προόριζαν – τον αποκεφάλισαν μπροστά στο ίδιο του το μαγαζί. Ο καλλιτέχνης που είχε φροντίσει για τα κοστούμια και τα σκηνικά θεωρήθηκε σοβαρός υποκινητής επαναστατικών ιδεών, και μπήκε στο στόχαστρο των Τούρκων. Έσπευσε ευθείς στο κτίριο της Βρετανικής πρεσβείας, όπου παρέμεινε για κάποιες μέρες κρυμμένος. Όταν τον ανακαλύψαμε, και λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες που επικρατούσαν, προσπαθήσαμε να του αναθέσουμε κάποια εργασία. Μη γνωρίζοντας για πόσο καιρό θα έμεναν τα κεφάλια μας στους ώμους μας, είπαμε να τα αποτυπώσουμε με κάποιο τρόπο, για να τα στείλουμε ενθύμιο στους φίλους μας στην πατρίδα. Κι έτσι του αναθέσαμε να κάνει τα πορτρέτα μας. Τα κατάφερε πολύ καλά, αν και υπήρχαν στιγμές που τον κυρίευε ταραχή και αναγκαζόταν να σταματήσει μέχρι να πάψει το χέρι του να τρέμει. Τα χρήματα που έβγαλε από αυτό το εγχείρημα τα χρησιμοποίησε για να εξασφαλίσει τον ναύλο του σε ένα από τα πλοία, που αψηφώντας τους κινδύνους, συνέχισαν να μεταφέρουν φυγάδες. Ένα βράδυ επιβιβάστηκε σε ένα ρωσικό εμπορικό, όπου κρύφτηκε σε μια κασέλα, για να φτάσει ασφαλής στην Οδησσό. Από εκεί συνέχισε για την Αγία Πετρούπολη, όπου άσκησε την τέχνη του με επιτυχία.